- πείχισον
- πείχισον· δοκίμασον, Hsch. (fort. πύρωσον, cf. An.Ox.2.464).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πείχισον — Α (κατά τον Ησύχ.) «δοκίμασον» … Dictionary of Greek